Χειμωνιάτικα μπαλκόνια.

Με θλίβουν τα σιωπηλά
χειμωνιάτικα μπαλκόνια
με τις άδειες τους τις γλάστρες
και τις τέντες μαζεμένες·
να κλέβουν ήλιο και ζωή
μονάχα περιστασιακά.

Σε αναμονή παντοτινή
για τα καλοκαίρια τα επόμενα
με σκόνη και βροχή
και γέλια μακρινά
μέσα από σάλες που είναι ζεστές
με πλήθος κόσμου και ζωής
και εκείνα
να στέκουν άδεια

μα ξέρουν πως θα έρθει
πάλι καλοκαίρι
και η ζωή θα επιστρέψει
και ήλιος και χαρά.

Αντέχουν την αναμονή
γιατί γνωρίζουνε καλά
πως στις γλάστρες τους
ανθίζει η ζωή
σαν φύγει το κρύο
και η βροχή
και η σιωπή.

Με θλίβουν τα σιωπηλά
χειμωνιάτικα μπαλκόνια
μα και τούτη η αναμονή
ειν’ ανυπόφορη.

Αιων Απών.

Κάπου στον κόσμο τώρα
ηχούν σειρήνες πολέμου
και τα παιδιά κρυμμένα
προσμένουν, δεν ξέρουν τι·
με το χαμόγελο και την ελπίδα
αλώβητη -ακόμα- προσδοκούν
το αύριο που νόμιζαν πως θα έρθει.

Σκέψου την απογοήτευση στα μάτια τους
όταν ο πατέρας δεν γυρίσει·
θα νόμισαν πως τα άφησε μόνα τους
και η αγάπη θα χαθεί από την ψυχή τους,
και εγκατάλειψη μονάχα.

Το δηλητήριο θα πάρει τη θέση της
και μίσος και οργή
και ο κόσμος,
καλολαδωμένο γρανάζι,
θα συνεχίσει να γυρνά
μέχρι την επόμενη σειρήνα
και μέχρι το τελευταίο χαμόγελο
να χαθεί

Και μόνο τότε θα πάψει ο πόλεμος·
σαν χαθεί και η τελευταία ελπίδα
και η εγκατάλειψη τα καταλάβει όλα

Και όταν η ψυχή
των παιδιών γίνει ερήμωση
και πάψουν πια παιδιά να γεννιούνται·
μόνο άνθρωποι, σκληροί από τη μήτρα,
με όπλα στα χέρια και μίσος

τότε ο κόσμος θα τελειώσει
και σύ και εγώ μηδαμινοί,
ανήμποροι και περιττοί,
με λόγια μόνο και ευχές
να περάσει γρήγορα και αυτό
και το άλλο και το επόμενο·

Εις τον αιώνα του απόντα,
Αμήν.

Prayer.

I scorch my heart,
never to awake again;
a solitary slumber,
undisturbed:
for aeons shall pass
and none shall come,
but the desolation and the
void.

Heartless I shall roam.
Amen.

Μικρές Νύχτες.

Κάθε φορά που ξαγρυπνώ
σκέφτομαι ενδεχόμενα·
και με κρατάνε ξύπνιο
οι πιθανότητες
κάτι επιτέλους
να συμβεί,

κάπως να αλλάξει
η ζωή,
η νύχτα,
οι ημέρες.

Μα πρωτού βγάλω
συμπέρασμα
και πάρω αποφάσεις
βίαια χτυπάει το ρολόι
και η ξαγρύπνια παύει.

Βάναυσα η μέρα ξεκινά
με μάτια να τσούζουν
και αγωνίες καθημερινές
μικρές και
ασήμαντες.

Και κάπως τα καταφέρνω
-ή έτσι θαρρώ-
και βγαίνει η μέρα ατόφια
δίχως σκέψεις βραδινές.

Και αν καμία φορά ξεφύγει
καμιά σκέψη και την κάνω,
θα την ακούσεις
μοναχά
σαν αναστεναγμό.

———
Τις νύχτες ο αέρας
είναι αλλιώς
και οι αναστεναγμοί γίνονται
σκέψεις, ενδεχόμενα και πιθανά
σενάρια αλλαγής·

Ίσως αν οι νύχτες
περισσότερο κρατούσαν
κάτι να προλάβαινε
να αλλάξει.

Όμως χτύπησε, πάλι, το ρολόι.

Αντί εμού.

Ο άνεμος κάνει τα κατάρτια
να ουρλιάζουν
και σήμερα δεν έχω που να σταθώ
δε με χωράει ο τόπος
και ο αέρας δε με παίρνει
να χαθώ· να χαθώ.

Μαζί με τα σύννεφα που γοργά
απομακρύνονται
κι εγώ να τρέξω ελεύθερος
μακρυά από όλα
μόνος· μόνος.

Χτυπάνε οι τέντες στα μπαλκόνια
και οι γλάροι πετάνε χαμηλά
Το κύμα χαλάει την παραλία,
ή μήπως η παραλία το κύμα;
Σε κάθε περίπτωση
δεν ξερω· δεν ξέρω.

Πέρασες κι εσύ βιαστικά,
άλλη μια μέρα
και η ζωή να προχωράει
σε δρόμους άλλους
και σε κατεύθυνση
άγνωστη· άγνωστη.

Δεν θέλω να μιλήσω
Δεν πρέπει να σωπάσω
μα και τι να πω;
Στέρεψε το μυαλό από λέξεις
και το στόμα στεγνό
Μια δίψα· μια δίψα.

Και το φιλί πάντα απόμακρο.
Και το χαμόγελο·
και η χαρά.
Ουρλιάζουν τα κατάρτια σήμερα·
αντί εμού.

Πρόσημο.

Τουλάχιστον η μοναξιά
δεν έχει πρόσημο·
-αν αγαπάς εσένα.
Ούτε αρνητικό, μα ούτε θετικό,
μια αδιάφορη ουδετερότητα είναι
και μια κάποια γαλήνη.
Πορεύεσαι όπως μπορείς,
και η ζωή περνάει
ανέπαφα και
κατ’ επέκταση αναίμακτα.
Ίσως να νιώσεις τύψεις
κάποια στιγμή κοιτώντας πίσω,
ανάγνωρίζοντας στο παρελθόν
κάποια άλλη ζωή που ίσως
να είχε υπάρξει.

Τουλάχιστον η μοναξιά
δεν έχει πρόσωπο·
Ούτε όμορφο, μα ούτε και άσχημο.
Δεν είναι κάποιος εραστής που
σε πρόδωσε πικρά,
ούτε κάποιος γνωστός που
κάποτε έλεγες φίλο.
Είναι στο δρόμο ένας περαστικός·
ίσως τον ξαναείδες χτες,
σε κάποιο μετρό ή λεωφορείο:
Πέρασε και δε σε ακούμπησε,
δεν έριξε ούτε βλέμμα.

Τουλάχιστον η μοναξιά
δεν έχει ήχο·
Ούτε γλυκό, μα ούτε και οξύ.
Δεν είναι ένα τραγούδι που
σε γεμίζει θύμησες νοσταλγικές,
ούτε μια φωνή που στο άκουσμα της
σε κλάματα ξεσπάς.
Είναι τραγούδι εποχής που πέρασε:
Κανένα ραδιόφωνο δε το παίζει πια,
μιας και κανείς δε το ζητάει.
Ίσως να το σφυρίξεις περπατώντας
προς τη δουλειά,
μα στην πρώτη καλημέρα στο θυρωρό
το έχεις ήδη ξεχάσει.

Τουλάχιστον η μοναξιά
είναι πάντα εκεί για εσένα·
Δίχως πρόσημο·
μα και δίχως έλεος
κανένα.

Πιθανόν.

Σταθερά και αμετάκλητα,
έτσι σε θέλησα·
μέχρι που ο χρόνος με έσβησε
από της ζωής σου την πορεία.
Ίσως με ξέχασες, ίσως
απόψε με σκέφτηκες
φευγαλέα,
μπορεί και δίπλα σου
να ήμουν τώρα·
σε μια άλλη ζωή.
Αν μιλούσες· αν μιλούσα·
αν ακούγαμε.
Ξέφτι όμως η αγάπη
και ο χρόνος αέρας,
που όλο και την ξηλώνει.
Και εμείς;
Τον σπαταλήσαμε ανέραστα,
μα ασφαλείς.
Κανείς δεν πληγώθηκε.
Μόνο η πιθανότητα.

For all the wrong reasons.

For all the wrong reasons
I lay awake this night;
A summer’s night reverie
of possibilities and lust;
I lay awake, I lie, I fake:
I’m fine. I just wanted a smoke,
and you. Fuck it.

I’m better
than this, I know
I am.
Some other
time was the right one
but this, this is not.
I lost track of time
and the will to follow
through.
I’m done for the night;
I’m done for good.
‘Till we meet again;

Never.

Anew.

You seem to forget,
you seem to regret;
an everlasting void.
I guess we’ll find out
when things do come to an end;
what was meant to be,
what will it be.

This rain will wash away everything
and anew we’ll face tomorrow
with scars on our faces
and guilt for our sins.
What should I’ve said?
What could you’ve done?
I seem to forget.

Χάρτινες μέρες.

Χάρτινες μέρες, τσαλακωμένες
τις άφησα κενές για να τις γεμίσω
μα έμειναν έτσι ανούσιες
κι εσύ ακόμα να φανείς.

Στο καλάθι δίπλα στο γραφείο
στοιβαγμένες, ξεχειλίζουν έρημες
και η πένα μου στεγνή.

Είχα υποσχεθεί πως θα γράψω κάτι
μα στέρεψαν τα λόγια,

και τελειώνουν οι μέρες μου έτσι
δίχως ένα στίχο,
μια αγάπη ή μια ιστορία
κάτι να έχω να θυμάμαι·
και φοβάμαι πως άσκοπα καμώνομαι τον γραφιά,
πως τάχα κάτι έχω να πω
ή κάτι να ζήσω για να γράψω.

Κόλλες χαρτιού δίπλα μου άγραφες,
και εγώ ούτε μια λέξη και σήμερα.

Σάββατο βράδυ.

Ζητάς να ξεχάσεις και καμιά φορά
καταφέρνεις να το πετύχεις
και αφήνεις για λίγο την πόρτα ανοιχτή.
Κάποιες φορές θα μπει κάποιο γλυκό κουτάβι
που το μόνο που ζητά είναι ένα χάδι
αλλά τις περισσότερες θα είναι μια άγρια σκύλα
που θα σου ξεσκίσει τα σωθικά·
και αφού σου μαγαρίσει και το τελευταίο
κομμάτι ψυχής θα σε αφήσει να αιμορραγείς
αναρωτώμενος αν άξιζε.

Διάολε ναι. Άξιζε·
και ύστερα πεθαίνεις λίγο παραπάνω.
Τσιγάρο και ποτό.
-Καλησπέρα
-Γειά σου.
-Έρχεσαι συχνά;

Σάββατο βράδυ μόνο.

Today she wore black.

Today she wore black
and her eyes shined like a lightning
in the dark.
Her faded smile and her pale skin
a moon in the winter sky;
No stars, no wind
-no breath.

I wandered and got lost;
a nighttime despair.
If only she knew.

I saw a girl today.

I saw a girl today
she was crying;
Slowly and steady
she became numb,
deeper and deeper
-alone and bitter.
And the years passed
right in front of my eyes
her lipstick gone,
her youth fleeing.
She looked at me disappointed
I should have been there, she said;
but I lost my moment.

I saw a girl today, it could have been you.
But you never saw me looking.

The way you despise me.

I love the way you despise me;
How uncomfortable you sound
when I laugh about us,
even as I utter the word «us».
The way you speak,
fast and unsure,
tells me that you still don’t know,
yet I know you’ll stick to your decision.
Oh, yes you will.

You hear me cool, smooth voiced
and arrogant,
but don’t you dare think I’m not in pain.

And then the night comes
And the lust and the thirst;
another drink or two,
what does it matter, anyway?
Something to ease the pain.
Something to make the night fade.
I regret nothing,
but the way you seem to despise me nowdays
looks all too wrong.
Yet I’m still here, always waiting in vain.

Sometimes I laugh at myself,
«You fool, don’t waste your time!»
but time spend not loving
-even the wrong woman-
is wasted time.
So I waste my time loving you.
And you waste your time despising me.

This joke is on both of us.

Με τα φώτα σβηστά.

Όπως και πρώτα να κλείσω την πόρτα.
Να χαθώ ένα βράδυ
μες της πόλης τα φώτα·
να γίνω ένα με αυτά, και το πρωί ας σβήσω.
Να μη μιλήσω άλλο, κουράστηκα-
θέλω να πράξω, θέλω υπάρξω αληθινά
και ας είναι για ένα βράδυ μόνο.

Ύστερα θα σβήσω
και με το φως της ημέρας
θα είμαι περιττός·
όμως δε θα με νοιάζει πια,
θα ξέρω πως για λίγο φώτισα
τις πιο σκοτεινές στιγμές,
το πιο βαθύ σου σκοτάδι.

Και θα περάσει ο καιρός
και εγώ θα περιμένω,
εκεί που με άφησες·
σβηστός και πολυκαιρισμένος,
μια στιγμή φωτός από παλιά
που πια δεν έχει τι να δώσει.
Παραδομένος στη φθορά
για πάντα -με τα φώτα σβηστά.

Ρίζες.

Καινούριες θλιμμένες ερωμένες θα βρεθούν στο διάβα σου να ικετέψουν:
Λίγο καρδιά, λίγο φως, μα όπως πάντα
θα κλέψουν και λίγη ζωή.
Έτσι θα φεύγουν τα χρόνια αναίτια,
και μάλλον και λίγο ανέραστα,
καθώς αποζητάς να βρεις Εκείνη
που θα σου δώσει πίσω τη ζωή.
Η ίσως λίγο ψυχή.

Κουράστηκες να σέρνεις το κουφάρι που αποκαλείς εαυτό
από πόλη σε πόλη και από χώρα σε χώρα
αλλά σε φοβίζουν οι ρίζες·
γιατί ξέρεις πως θα σε δέσουν στη γη
και αργότερα θα σε ρημάξουν.

Μέχρι το χώμα να καλύψει κ εσένα θα φοβάσαι πάντα τις ρίζες.

Τις Γρίλιες.

Μια ηλιαχτίδα πρόβαλε
δειλά μέσα από τα σύννεφα
και μπήκε στο δωμάτιο,
όμως εσύ Άνθρωπε
έτρεξες να κλείσεις τις γρίλιες
(δεν ξέρω το κεφαλαίο Α πια αν σου πρέπει).

«Δεν είναι σωστό στην εποχή μας το φως να αντικρύζουμε!» είπες.

Ανόητε.

Νερό αλλιώτικο.

Δεν είναι που ποτέ δεν έφυγα, όχι·
είναι που όταν μου δοθηκε η ευκαιρία,
δείλιασα.
Είναι που όταν μπορούσα
πίστεψα πως είχα χρόνο.
Όμως ο χρόνος μου τελείωσε
κι ακόμα δεν ταξίδεψα.

Δεν ένιωσα ποτέ τον άγνωστο αερά
να μου χαιδεύει τα μαλλιά.
Δεν μύρισα ποτέ λουλούδια άγνωστα,
δεν γεύτηκα ποτέ μου 
νερό αλλιώτικο.

Ριζωμένος βαθιά στη γη, με τον φόβο να μου ποτίζει τις ρίζες,
σπατάλησα κάθε μου ευκαιρία να φύγω.
Γι’ αυτό κι έμεινα εδώ.
Όμως μη πιστέψεις στιγμή πως ήταν αυτό που ήθελα·

Μόνο αυτό που άντεξα.

Contrabbando

Με λύσσα σε πολέμησε η ζωή,
στο δρόμο σου έριξε θανατικό·
μα εσύ τόσο την αγάπησες
που για καιρό την είχες ερωμένη
και ας μη σε ήθελε.
Είναι άδικοι οι έρωτες αυτοί,
επίπονοι·
μα τόσο αναγκαίοι για τους πολλούς,
τους ανέραστους, που ποτέ δε θα μάθουν
τον αγώνα και τη ζωή.

Σε ευχαριστούμε.

 

Έμαθα πως έφυγε από την ζωή χθές ο @Contrabbando.
Δεν τον γνώρισα προσωπικά, όμως μέσα από τον λόγο του,
γραπτό ή ραδιοφωνικό τον είχα νιώσει φίλο.