Με θλίβουν τα σιωπηλά
χειμωνιάτικα μπαλκόνια
με τις άδειες τους τις γλάστρες
και τις τέντες μαζεμένες·
να κλέβουν ήλιο και ζωή
μονάχα περιστασιακά.
Σε αναμονή παντοτινή
για τα καλοκαίρια τα επόμενα
με σκόνη και βροχή
και γέλια μακρινά
μέσα από σάλες που είναι ζεστές
με πλήθος κόσμου και ζωής
και εκείνα
να στέκουν άδεια
μα ξέρουν πως θα έρθει
πάλι καλοκαίρι
και η ζωή θα επιστρέψει
και ήλιος και χαρά.
Αντέχουν την αναμονή
γιατί γνωρίζουνε καλά
πως στις γλάστρες τους
ανθίζει η ζωή
σαν φύγει το κρύο
και η βροχή
και η σιωπή.
Με θλίβουν τα σιωπηλά
χειμωνιάτικα μπαλκόνια
μα και τούτη η αναμονή
ειν’ ανυπόφορη.